πηλώεις

πηλώεις
πηλ-ώεις, εσσα, εν, poet. for foreg., Opp.H.4.520, Nonn.D. 2.59.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πηλώεις — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώεις — εσσα, εν, Α πηλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + κατάλ. όεις* με ω για μετρικούς λόγους πιθ. κατά το εὐρώεις] …   Dictionary of Greek

  • πηλώεντες — πηλώεις masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώεντι — πηλώεις masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”